- τόξο(ν)
- τό1) лук;
τανύω το τόξο(ν) — натягивать лук;
2) дуга;ουράνιο τόξο(ν) — радуга;
3) арка; свод;4) смычок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τανύω το τόξο(ν) — натягивать лук;
ουράνιο τόξο(ν) — радуга;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek
τόξο — το 1. αρχαίο επιθετικό όπλο που έριχνε βέλη. 2. κάθε τμήμα καμπύλης γραμμής: Τόξο κύκλου. 3. ό,τι έχει σχήμα τόξου: Τόξο αορτικό. – Βολταϊκό τόξο. – Ουράνιο τόξο. 4. αψίδα, καμάρα: Τόξο γέφυρας. 5. δοξάρι για έγχορδα όργανα: Τόξο βιολοντσέλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… … Dictionary of Greek
τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… … Dictionary of Greek
ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του … Dictionary of Greek
ζυγωματικό τόξο — Το οστέινο τόξο το οποίο σχηματίζεται από τη συνένωση της ζυγωματικής απόφυσης του κροταφικού οστού με την κροταφική απόφυση του ζυγωματικού οστού και αποτελεί το εξωτερικό τοίχωμα του κροταφικού βόθρου … Dictionary of Greek
Αιγαίου, ηφαιστειακό τόξο — Τοξοειδής παράταξη ηφαιστείων του ελλαδικού χώρου, η οποία απλώνεται από την ανατολική Στερεά Ελλάδα μέχρι τον ανατολικό Αιγαίο, κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας. Είναι κυρτή προς τον νότο, αποτελείται από ηφαίστεια που έδρασαν κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
δοξάρι ή τόξο — Ευλύγιστη, λεπτή ράβδος από ξύλο, με την οποία δονούνται με τριβή και παράγουν ήχο οι χορδές των εγχόρδων μετά τόξου, όπως λέγονται, οργάνων (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο). Το δ., που παλαιότερα ήταν καμπύλο (απ’ όπου και το όνομά… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek